- εποικιστικός
- η , ό[ν] колонизирующий, относящийся к колонизации, к поселению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εποικιστικός — ή, ό [εποικιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εποικισμό («εποικιστική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δίον. Θερειανό] … Dictionary of Greek
εποικιστικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εποικισμό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)